- απερωέω
- ἀπερωέω (Α) [ερωέω]αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπερωήσειας — ἀπερωέω retire aor opt act 2nd sg ἀπερωέω retire aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερωεύς — ἀπερωεύς ( έως), ο (Α) [απερωέω] αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει … Dictionary of Greek
ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* … Dictionary of Greek